οργανογένεση

οργανογένεση
και οργανογένεια, η
βιολ. κύρια φάση τής εμβρυογένεσης, που αποτελεί σειρά συστηματικών διαδικασιών ενοποίησης οι οποίες μετατρέπουν μια άμορφη μάζα κυττάρων τού αναπτυσσόμενου εμβρύου σε πλήρες όργανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. organogenesis / organogeny (< όργανο + γένεση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οργανογενετικός — ή, ό [οργανογένεση] ο σχετικός με την οργανογένεση …   Dictionary of Greek

  • όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς …   Dictionary of Greek

  • εμβρυολογία — Επιστήμη που μελετά την ανάπτυξη των οργανισμών, από τις πρώτες διαιρέσεις του ζυγωτού έως την ολοκλήρωση του σχηματισμού των οργάνων του ατόμου. Οι μέθοδοι που ακολουθεί είναι περιγραφικές (ε. των φυτών· ε. των ζώων· ε. του ανθρώπου),… …   Dictionary of Greek

  • οργανογένεια — η βλ. οργανογένεση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”